- σφαγιασθέντων
- σφαγιάζομαιslay a victimaor part pass masc/neut gen plσφαγιάζωslay a victimaor part pass masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δίστομο — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 450 μ., 2.048 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λεβαδείας του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται Ν του όρους Παρνασσού, 26 χλμ. Δ της Λιβαδειάς. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, τα γερμανικά στρατεύματα… … Dictionary of Greek